- αποπαίδι
- απόπαιδο τό1) ребёнок, лишённый наследства; 2) ребёнок, брошенный на произвол судьбы
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αποπαίδι — το διού, και απόπαιδο, το ου 1. παιδί παραμελημένο από τους γονείς: Το κορίτσι τους το χαν σαν αποπαίδι. 2. παιδί που αποκηρύχτηκε ή αποκληρώθηκε: Πατέρας και μάνα συμφώνησαν να κάμουν αποπαίδι το μεγάλο τους γιο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αποπαίδι — το 1. τέκνο που έχει αποκληρωθεί από την πατρική κληρονομιά 2. παραμελημένο ή παραγκωνισμένο παιδί … Dictionary of Greek
αστραπόβολο — και βόλι, το και βολος, ο 1. αλλεπάλληλες αστραπές 2. ο κεραυνός 3. αερόλιθος που προέρχεται από κεραυνό σύμφωνα με λαϊκές δοξασίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < αστραπή + βόλι < μσν. βόλιον, υποκορ. του αρχ. βόλος < βάλλω. Κατά το αστραπόβολο αστραποβόλι … Dictionary of Greek
τρίστρατο — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 50 μ.), στην πρώην επαρχία Άργους, του νομού Αργολίδας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ίναχου. * * * το, Ν σταυροδρόμι, συμβολή τριών οδών («Γιατί μέ δέρνεις, μάνα μου, γιατί μέ παραπαίρνεις / και μέ πετάς στα τρίστρατα σαν … Dictionary of Greek